Η αφίσα της ταινίας Πλέι Τάιμ

Σκηνοθεσία: Jacques Tati
Comedy | FRA
Παίζουν: Jacques Tati, Barbara Dennek
Διάρκεια: 115 λεπτά
Χώρος Προβολής: Αμφιθέατρο Θ. Αγγελόπουλος – Εργατικό Κέντρο Καλαμάτας — 21/12/2017, 21:30
Είσοδος: 4 ευρώ, ελεύθερη κάτω των 18

Συνεχιστής των μεγάλων κωμικών του βωβού κινηματογράφου Charlie Chaplin, Buster Keaton και Harold Lloyd, ο γάλλος Jacques Tati υπήρξε ο σημαντικότερος κωμικός του κινηματογράφου στην γηραιά ήπειρο από την εμφάνιση του ομιλούντος έως σήμερα. Όντας κατά βάση ένας κωμικός του βωβού «έπαιξε» τόσο με τους ήχους της ταινίας όσο και την νέα τεχνολογία με ένα χιούμορ ευγενικό, λεπτό και συχνά μελαγχολικό. 

H τέταρτη ταινία του Playtime (1967) είναι ένα ασύγκριτο έργο μουσειακής αξίας. Με όχημα την διακριτική ειρωνεία και το γεμάτο γαλατική ευγένεια χιούμορ, περιπλανιέται στους χώρους μίας σύγχρονης μεγαλούπολης. Το βλέμμα του, ειρωνικό και αποστασιοποιημένο απέναντι στον παραλογισμό του μοντέρνου πολιτισμού, καταγράφει την μεταμόρφωση του χώρου: η παράδοση και η παλιά πόλη έχει μετασχηματισθεί σε μια συγκέντρωση όγκων τσιμέντου και γυαλιού, στην μοντέρνα πόλη. Οι μηχανές και η σχέση των ανθρώπων μαζί τους, η κίνηση της ανθρώπινης μορφής μέσα στον χώρο, η απουσία του διαλόγου (ο λόγος υπάρχει μόνο ως ήχος) και η δημιουργία ενός ηχητικού περιβάλλοντος που υπογραμμίζει και επιτείνει την δύναμη της εικόνας αποτελούν κεντρικά στοιχεία της σκηνοθετικής γραμμής.

Θεωρούμενη, όχι άδικα, ως το αριστούργημα του Tati η ταινία απαίτησε από τον δημιουργό της σχεδόν μια δεκαετία προετοιμασιών. Η δαπανηρή κατασκευή των σκηνικών (για τις ανάγκες της ταινίας κατασκευάστηκαν δύο πολυκατοικίες και το στούντιο ονομάστηκε Tativille) και η ψυχρή υποδοχή που επιφυλάχθηκε στην ταινία  οδήγησαν τον δημιουργό της στην χρεοκοπία. Όμως η ταινία παραμένει μια απόδειξη της σκηνοθετικής του ιδιοφυΐας: στις εικόνες της ο Tati, με μέσο το κωμικό, συλλαμβάνει και εκφράζει το πνεύμα των καιρών, το κενό της σύγχρονης ζωής, το αδιέξοδο του μοντέρνου πολιτισμού.

Ο Tati δεν είναι απαισιόδοξος. Ούτε μέμφεται τον πολιτισμό, ούτε οδύρεται για τις ανωμαλίες που προκαλεί η ανικανότητα προσαρμογής μας σ’ αυτόν. Μόνο που νά, δεν εννοεί να υποταχθεί στο αγελαίο πνεύμα, στα άνωθεν παραγγέλματα. Και μελαγχολεί ατενίζοντας την άβυσσο της ανθρώπινης αβουλίας και την άκαμπτη δικτατορία του μπετόν- αρμέ.

Βασιλης Ραφαηλιδης, σε μια κριτικη του στο περιοδικο Συγχρονος Κινηματογραφος (Νο 4, 1970)